Γαβριήλ Ιωάσαφ (1864-1911)

Γέροντας Γαβριήλ Ιωάσαφ

Η μνήμη του οσιωτάτου Ηγουμένου της Μονής Γαβριήλ Ιωάσαφ, που ανέλαβε την διοικητική και πνευματική καθοδήγησή της το 1864 και την διετήρησε έως το 1911 που ανεπαύθη εν Κυρίω, διατηρείται ανάγλυφη σε όλα σχεδόν τα ιερά αντικείμενα της Μονής, ως βασικότερου ανακαινιστού και κτίτορός της.

Με την έναρξη της Ηγουμενίας του Γέροντος, εισερχόμαστε σε μία περίοδο πνευματικής και υλικής ακμής για το μοναστήρι και για ολόκληρη την γύρω από αυτό περιοχή. Πλούσιες οι πηγές, γραπτές και κυρίως προφορικές, αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές της προσωπικότητός του και διαγράφουν ανάγλυφα την αγιότητα του βίου του.

«Δαπάνη Ιερομονάχου Γαβριήλ Ιωάσαφ»

Ο Γαβριήλ Ιωάσαφ γεννήθηκε το 1818 στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας. Mόνασε δε στο Άγιο Όρος με τον πατέρα του Ιωάσαφ και τον ανεψιό του Ακάκιο στο Κελλίο της Αγίας Άννης της Μονής Ιβήρων. Το 1864 ανεχώρησε από εκεί με μια μικρή συνοδεία Ιβηροκελλιωτών πατέρων και εγκαταστάθηκε στην Ι. Μονή Ταξιαρχών της κατά κόσμον πατρίδος του, αναλαμβάνοντας την διακυβέρνησή της.

Κατά το διάστημα της πολυετούς ηγουμενίας του ανέπτυξε ευρύτατη πνευματική και κοινωνική δράση, πραγματοποιώντας πάμπολλα ανακαινιστικά έργα στην Μονή και καθιστώντας την πόλο έλξεως ολοκλήρου της Θεσσαλικής περιφέρειας.

Υπήρξε γνήσιος εκφραστής του αγιορειτικού πνεύματος της φιλοξενίας, συνεχίζοντας ταυτόχρονα την μακρά παράδοση των εδώ παλαιών Πατέρων, που για την μεγάλη τους ευσπλαγχνία και απλοχεριά είχαν αφήσει εποχή, κατά την μαρτυρία περιηγητών της εποχής, ως «ψωμοδόται και ελεήμονες». Παράλληλα, η πίστη, η ευλάβεια, η ανεξικακία, η δύναμη της προσευχής του μιλούσαν στις καρδιές των ταπεινών ανθρώπων της εποχής του και άνοιγαν τον ουρανό στον πόνο και τα προβλήματά τους. Γι’ αυτούς ο Γέροντας ήταν ο προστάτης, ο δάσκαλος, ο ιατρός και κυρίως ο αντιπρόσωπος του πολυλατρεμένου τους Ταξιάρχου Μιχαήλ, ο αγωγός προς αυτούς της αρχαγγελικής χάριτος.

Πολυάριθμα είναι τα περιστατικά, που αποδεικνύουν την παρρησία της προσευχής του Γέροντα στον Αρχάγγελο, για την θεραπεία ασθενειών, ψυχικών και σωματικών. Απεριόριστη ήταν η εμπιστοσύνη του στον Άγιο, απεριόριστη ήταν και η εύνοια του Αγίου προς τον γνήσιο δούλο του Θεού. Η θεραπεία των ασθενών, η απελευθέρωση των δαιμονιζομένων, η ομμάτωση των τυφλών, η αποκατάσταση των κωφών και παραλύτων ήταν πλέον ένα σύνηθες φαινόμενο στην Μονή του Ταξιάρχη, με τον Γέροντα ακάματο μεσίτη των ιάσεων. Παλιά μαρτυρία αυτόπτου μάρτυρος θεραπείας ενός κωφού, παρουσιάζει ένα δύσπιστο κάτοικο του Αγίου Λαυρεντίου που παρακολούθησε την σκηνή της θαυμαστής θεραπείας να ομολογεί με συγκίνηση: «Αυτό που είδα δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ! Όση ώρα ο Γέροντας παρακαλούσε τον Άγιο για τον άρρωστο, βρύση έτρεχε ο ιδρώτας απ τό πρόσωπό του!» Το 1905, σε ηλικία 87 ετών, ο Γέροντας εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα «Μιχαήλ». Μετά την κουρά του και έως το 1911 συνέχισε να κυβερνά στιβαρά την Μονή, διατηρώντας μέχρι τέλους την σωματική υγεία του και το αρχοντικό του παράστημα.

Εξωτερική άποψη του Ιερού του
παλαιού Καθολικού, τόπος ενταφιασμού
του Γέροντα Γαβριήλ

Εκοιμήθη στις 25 Μαΐου 1911, σε ηλικία 93 ετών. Και καθώς όλη η ζωή του ήταν συνδεδεμένη με το θαύμα, έτσι και η εκδημία του σημαδεύτηκε από ένα παράδοξο γεγονός, στο οποίο αμέσως η λαϊκή ευσέβεια έδωσε διαστάσεις θαύματος. Κι αυτό ήταν μια πρωτοφανής χιονόπτωση το βράδυ της κοιμήσεώς του, ύψους σχεδόν μισού μέτρου, παρόλο που η εποχή δεν δικαιολογούσε τέτοια καιρικά φαινόμενα.

Μαζί με το αστέρι της ζωής του που έδυσε, μετά από 47 έτη ηγουμενίας, έκλεισε για την Μονή μία λαμπρή περίοδος ακμής, που σημάδεψε την ιστορία του τόπου για πολλά χρόνια, μέχρι σήμερα. Παρά την εγκατάλειψη στην οποία περιέπεσε το μοναστήρι μετά την εκδημία του, η παρουσία του Οσιωτάτου Γέροντος συνέχισε να πλανάται αφανής μέσα στον χώρο αυτό, που τόσο είχε αγαπήσει.

Η σημερινή γυναικεία Αδελφότητα, η πνευματική επίγονος του Γέροντα, έχοντας πίστη στην αγιότητά του, τρέφει την βεβαιότητα ότι ο Γέροντας εξακολουθεί να σκέπει την Μονή του και να μεσιτεύει υπέρ αυτής. Η κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται για τις μοναχές τόπος και τρόπος πνευματικής επικοινωνίας και συνυπάρξεως με τον μακρινό τους πρόγονο, έως την ημέρα εκείνη, κατά την οποία, ως μία ποίμνη πλέον, θα απολαύσουν την αγία μορφή του πρόσωπον προς πρόσωπον...